-
1 αγριότης
-
2 ἀγριότης
-
3 ἀγριότης
ἀγριότης, ητος, ἡ, 1) der wilde Zustand der Pflanzen, Theophr., Wildheit der Thiere u. übertr. 2) Rohheit, Leidenschaftlichkeit, der πρᾳότης entgeggstzt, Plat. conv. 179 d; αἱ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἀγριότητες Dem. 26, 26.
-
4 αγριοτης
-
5 ἀγριότης
-
6 ἀγριότης
ἀγριότης, ητος, ἡ (X. et al.; 2 Macc 15:21; TestAbr A 16 p. 97, 1 [Stone p. 42]; 17 p. 99, 4 [Stone p. 46] al.; Philo; Jos., Ant. 16, 363 θυμὸς καὶ ἀ.) wildness, savagery of desires Hm 12, 1, 2.—DELG s.v. ἀγρός. -
7 ἀγριότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 15,21savageness, wildness -
8 ἀγριότης
A savageness, wildness, of animals, opp. ἡμερότης, X.Mem.2.2.7, cf. Isoc.12.163, Arist.HA 588a21; ofplants, Thphr.HP 3.2.4; of untilled ground,ἀ. γῆς Gp.7.1.4
; of diet, Hp.VM7 (as v.l. for θηριότητα), Aër.23.II of men, in moral sense, fierceness, cruelty, Pl.Smp. 197d, al., D.26.26 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριότης
-
9 πρᾱότης
πρᾱότης, ητος, ἡ, Sanftheit, Milde, nach Arist. Eth. 4, 5 die Tugend, welche eine μεσότης περὶ ὀργῆς ist; Ggstz ἀγριότης, Plat. Conv. 197 d, vgl. Crat. 406 a Theaet. 144 b; καὶ φιλανϑρωπία, Dem. 24, 51; Pol. 28, 3, 3 u. Sp., wie Plut., Ggstz ὀργιλότης.
-
10 ἡμερότης
ἡμερότης, ητος, ἡ, das Zahmsein, die Sanftmuth; καὶ μαλακία Plat. Rep. III, 410 d; Ggstz ἀγριότης, Arist. H. A. 8, 1.
-
11 ημεροτης
-
12 αγριότησιν
-
13 ἀγριότησιν
-
14 αγριότητα
-
15 ἀγριότητα
-
16 αγριότητας
-
17 ἀγριότητας
-
18 αγριότητες
-
19 ἀγριότητες
-
20 αγριότητι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγριότης — savageness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότησιν — ἀγριότης savageness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητα — ἀγριότης savageness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητας — ἀγριότης savageness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητες — ἀγριότης savageness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητι — ἀγριότης savageness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριότητος — ἀγριότης savageness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριότητα — η (AM ἀγριότης) [ἄγριος] 1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση τού άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση τού εξημερωμένου 2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα || μσν. νεοελλ. (για φυσικά φαινόμενα) κακοκαιρία… … Dictionary of Greek
ημερότητα — η (AM ἡμερότης) [ήμερος] (για πρόσ. και για ζώα) η πραότητα, η ηπιότητα («ἡμερότης καὶ ἀγριότης», Αριστοτ.) μσν. αρχ. τίτλος Βυζαντινών αυτοκρατόρων («ἡ ἡμετέρα ἡμερότης», Ιουστιν.) αρχ. (για χώρα) η καλλιέργεια («τὴν δέ αὔξησιν καὶ ἡμερότητα»,… … Dictionary of Greek
ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0779 Chronological Sequence: 6c, 7c, 10c գ. ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ ἁγροικία, ἁγριοσύνη , ἁγριότης rusticitas, inurbanitas, feritas, immanitas, saevitia. (գրի եւ ՎԱՐԱԳՈՒԹԻՒՆ. լծ. եւ վիրագրութիւն). Վայրագն գոլ. կեանք եւ բարք վայրագաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԱՅՐԵՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0781 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c գ. ἁγροικία, ἁγριότης rusticitas եւ ferocitas, atrocitas. Վայրենի գոլն. կատաղութիւն. գազանութիւն. անընդելութիւն. անմարդութիւն. ամեհութիւն, եւ Ամայութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)