-
1 ἀγριοσύνη
ἀγριοσύνη, f. L. f. ἀγρειοσύνη, w. m. s.
-
2 αγριοσυνη
ἡ v. l. к ἀγρειοσύνη См. αγρειοσυνη
См. также в других словарях:
αγριοσύνη — η αγριότητα: Η αγριοσύνη του φανερωνόταν ιδιαίτερα όταν νόμιζε πως θιγόταν το νιτερέσο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριοσύνη — η [άγριος] η αγριότητα* … Dictionary of Greek
ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0779 Chronological Sequence: 6c, 7c, 10c գ. ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ ἁγροικία, ἁγριοσύνη , ἁγριότης rusticitas, inurbanitas, feritas, immanitas, saevitia. (գրի եւ ՎԱՐԱԳՈՒԹԻՒՆ. լծ. եւ վիրագրութիւն). Վայրագն գոլ. կեանք եւ բարք վայրագաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)