-
1 αγριελαίης
-
2 ἀγριελαίης
См. также в других словарях:
ἀγριελαίης — ἀγριελαία wild olive fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγριελαίης
2 ἀγριελαίης
ἀγριελαίης — ἀγριελαία wild olive fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)