-
1 αγριελαίας
ἀγριελαίᾱς, ἀγριελαίαwild olive: fem acc plἀγριελαίᾱς, ἀγριελαίαwild olive: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἀγριελαίας
ἀγριελαίᾱς, ἀγριελαίαwild olive: fem acc plἀγριελαίᾱς, ἀγριελαίαwild olive: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀγριελαίας — ἀγριελαίᾱς , ἀγριελαία wild olive fem acc pl ἀγριελαίᾱς , ἀγριελαία wild olive fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλία — και φυλλία, ἡ, Α ονομασία διαφόρων φυτών (α. «φυλία ἐστὶν εἶδος ἀγριελαίας», Ησύχ. β. «... ἄλλοι συκῆς, οἱ δὲ εἶδος δένδρου ὅμοιον πρίνῳ», Ησύχ. γ. «φυλία εἶδος ἐλαίας, μυρρίνης ὅμοια φύλλα ἐχούσης», Σχόλ. Ομ. δ. «πᾱν ὅσον ἄκαρπον ἐλαίας, κότινον … Dictionary of Greek