-
1 αγρευτικος
3удобный для поимкиἀγρευτικόν ἐστιν … Xen. — в целях захвата (противника) целесообразно …
См. также в других словарях:
ἀγρευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρευτικός — ή, ό (AM ἀγρευτικός, ή, όν) [ἀγρεύω] αυτός που χρησιμεύει στην παγίδευση αρχ. ο σχετικός με το κυνήγι ή ο επιτήδειος σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρεύω + παραγ. κατάληξη τικός] … Dictionary of Greek
ἀγρευτικά — ἀγρευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀγρευτικά̱ , ἀγρευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀγρευτικά̱ , ἀγρευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικόν — ἀγρευτικός of masc acc sg ἀγρευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικοῖς — ἀγρευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικούς — ἀγρευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικῆς — ἀγρευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικῇ — ἀγρευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτική — ἀγρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικήν — ἀγρευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρευτικῶς — ἀγρευτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)