-
1 αγρίολον
-
2 ἀγρίολον
-
3 ἀγρίολον
ἀγρίολον, τό,A = ἱπποσέλινον Dsc.3.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρίολον
-
4 ἀγριοσέλινον
ἀγριο-σέλῑνον, τό,A = ἀγρίολον, Dsc.3.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριοσέλινον
См. также в других словарях:
ἀγρίολον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)