-
101 Ἀγριάνων
-
102 άγριαι
-
103 ἄγριαι
-
104 αγριάναντες
-
105 ἀγριάναντες
-
106 αγριάνας
-
107 ἀγριάνας
-
108 αγριάνασαι
-
109 ἀγριάνασαι
-
110 αγριάνασαν
-
111 ἀγριάνασαν
-
112 αγριάνης
-
113 ἀγριάνῃς
-
114 αγριέων
ἄγριοςliving in the fields: masc /fem gen pl (epic ionic)ἀγρίαfem gen pl (epic ionic)ἀγρίζωinflame: fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
115 ἀγριέων
ἄγριοςliving in the fields: masc /fem gen pl (epic ionic)ἀγρίαfem gen pl (epic ionic)ἀγρίζωinflame: fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
116 αγρίαθεν
ἀ̱γρίᾱθεν, ἀγριάωto be savage: aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic)ἀγρίᾱθεν, ἀγριάωto be savage: aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic) -
117 ἀγρίαθεν
ἀ̱γρίᾱθεν, ἀγριάωto be savage: aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic)ἀγρίᾱθεν, ἀγριάωto be savage: aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic) -
118 αγρίαις
-
119 ἀγρίαις
-
120 αγρίαισιν
ἄγριοςliving in the fields: fem dat pl (epic ionic aeolic)ἀγρίαfem dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
ἀγρία — ἀγρίᾱ , ἄγριος living in the fields fem nom/voc/acc dual ἀγρίᾱ , ἄγριος living in the fields fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱ , ἀγρία fem nom/voc/acc dual ἀγρίᾱ , ἀγρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γρίᾱ , ἀγριάω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρίᾳ — ἀγρίᾱͅ , ἄγριος living in the fields fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱͅ , ἀγρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγριά — Sp Agrijà Ap Αγριά/Agria L R Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
άγρια ζωή — Το σύνολο των φυτικών και ζωικών ζωντανών οργανισμών των οποίων ο τρόπος ζωής (αναπαραγωγή, ανάπυξη) δεν έχει επηρεαστεί άμεσα από τον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του. Οι οργανισμοί αυτοί είναι πιθανόν να ανήκουν σε φυσικά οικοσυστήματα ή να… … Dictionary of Greek
άγρια ζώα — Τα ζώα που ζουν στη φυσική τους ελευθερία, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Διαχωρίζονται από τα ήμερα ή οικιακά, που συνυπάρχουν στον άμεσο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και βρίσκονται συνέχεια κάτω από τη βούλησή του. Η… … Dictionary of Greek
Αγριά — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 5.229 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και αποτελεί προάστιο της πόλης του Βόλου και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματός της … Dictionary of Greek
ἀγριά — ἀγριάς wild fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγρια — ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρια αλισφακιά — η βλ. αγριοφασκομηλιά … Dictionary of Greek
άγρια κυδωνιά — η βλ. αγριοκυδωνιά … Dictionary of Greek
άγρια ξυλοκερατιά — η βλ. κουτσουπιά … Dictionary of Greek