Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγρέται

См. также в других словарях:

  • ἀγρεταί — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγρέται — Ἀγρέτης god of the fields masc nom/voc pl Ἀγρέτᾱͅ , Ἀγρέτης god of the fields masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρέται — ἀγρέτης god of the fields masc nom/voc pl ἀγρέτᾱͅ , ἀγρέτης god of the fields masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππαγρέται — ἱππαγρέται, οι (Α) (στη Σπάρτη) τρεις άρχοντες που εξέλεγαν 300 επίλεκτους εφήβους ιππείς για να υπηρετούν ως σωματοφύλακες τού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀγρέται (< ἀγρέω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»