1 ἀγρέμιον
ἀγρέμιον, τό, Fang, Theodorid. 2 (VI, 224).
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀγρέμιον
2 ἀγρέμιον
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀγρέμιον
ἀγρέμιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρέμιος — ἀγρέμιος, ον (Α) [ἄγρα] 1. αυτός που πιάστηκε σε κυνήγι 2. το ουδ. ως ουσ. τo αγρέμιον, η άγρα, το κυνήγι … Dictionary of Greek