-
1 неграмотный
негра́мотн||ыйприл1. ἀγράμματος, ἀναλράβητος / ἀνορθόγραφος (о написанном)/ γεμάτος λάθή (с ошибками):\неграмотныйое письмо γράμμα γεμάτο λάθη· \неграмотныйая речь ἡ ἀγράμματη ὁμιλία·2. перен ἀμαθής, ἀτζαμής, ἄπειρος / ἄτεχνος, κακότεχνος, ἀγράμματος (о работе, рисунке):\неграмотныйый архитектор ὁ ἀτζα-μῆξ ἀρχιτέκτων3. м ὁ ἀγράμματος. -
2 неграмотный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.αγράμματος, αναλφάβητος. || ως ουσ. αγράμματος. || ανορθόγραφος•неграмотный ученик ανορθόγραφος μαθητής.
|| περιορισμένων επαγγελματικών γνώσεων•неграмотный архитектор αγράμματος αρχιτέκτονας.
|| με γραμματικά και συντακτικά λάθη•-ая речь ομιλία αγράμματου•
-ое изложение έκθεση με γραμματικά και συντακτικά λάθη.
-
3 неграмотный
неграмотный αγράμματος; απαίδευτος, αμαθής (необра· зованный)* * *αγράμματος; απαίδευτος, αμαθής ( необразованный) -
4 малограмотный
малограмотныйприл1. ἀγράμματος, λιγογράμματος, πού ξέρει λίγα κολλυβογράμματα·2. (невежественный) ἀγράμματος:\малограмотный чертеж τό ἀγράμματο σχέδιο. -
5 безграмотный
1. (неграмотный) αγράμματος, αναλφάβητος, αμαθής 2. (малограмотный) ημιμαθής, ανορθόγραφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безграмотный
-
6 неграмотность
η αγραμματοσύνη-ый αγράμματος, αναλφάβητοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неграмотность
-
7 безграмотиый
безграмоти||ыйприл1. ἀγράμματος, ἀναλφάβητος / ἡμιμαθής, μισογραμματισμένος (малограмотный) / γεμᾶτος, ἀνορθογραφίες, ἀνορθόγραφος (о написанном) ;2. (невежественный) ἀμαθής;3. (плохо сделанный) κακοφτιαγμένος. -
8 круглый
кругл||ыйприл1. στρογγυλός, στρογγυλός:\круглый стол τό στρόγγυλο τραπέζι· \круглыйое лицо τό στρογγυλό πρόσωπο·2. (совершенный, полный) разг:\круглый дурак ὁ τέλειος βλάκας· \круглый невежда ὁ ἐντελώς ἀγράμματος· \круглый сирота ὁ πεντάρφανος· ◊ \круглый год ὀλοκληρο τό χρόνο, ὁλόκληρο ἔτος· \круглыйые сутки ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο. -
9 невежда
невежда м, ж ὁ ἄξεστος, ὁ ἀγράμματος, ὁ ἀμαθής. -
10 невежественный
невежест||венныйприл ἀγράμματος, ἀμαθής, ἀστοιχείωτος. -
11 необразованный
необразованныйприл ἀγράμματος, ἀμόρφωτος, ἀμαθης. -
12 пиковый
пи́ков||ыйприл карт. τής πίκας, τοῦ μπαστουνιοῦ:\пиковыйая дама ἡ ντάμα πίκά \пиковый туз ὁ ἄσσος μπαστούνι· ◊ остаться при \пиковыйом интересе разг τήν παθαίνω χιώτικα, τήν παθαίνω σάν ἀγράμματος· попасть в \пиковыйое положение τά βρίσκω μπαστούνια, τά βρίσκω σκούρα. -
13 illiterate
[i'litərət]1) (unable to read and write.) αναλφάβητος2) (having little or no education.) αγράμματος• -
14 безграмотный
[μπιζγκράματνυϊ] εκ. αγράμματος -
15 малограмотный
[μαλαγκράματνυϊ] εκ. αγράμματος -
16 невежда
[νιβιέζντα] ουσ. α άξεστος, αγράμματος -
17 невежественный
[νιβιέζυστβιννυϊ] επ. αγράμματος -
18 неграмотный
[νιγκράματνυϊ] εκ. αγράμματος -
19 неграмотный
[νιγκράματνυϊ] εκ. αγράμματος -
20 необразованный
[νιαμπραζόβαννυϊ] εκ. αμόρφωτος, αγράμματος
См. также в других словарях:
ἀγράμματος — illiterate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… … Dictionary of Greek
αγράμματος — η, ο αυτός που ξέρει πολύ λίγα γράμματα, ο απαίδευτος: Οι αγράμματοι είναι πολύ περισσότεροι από τους αναλφάβητους (βλ. και αναλφάβητος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγραμμάτως — ἀγράμματος illiterate adverbial ἀγράμματος illiterate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγράμματον — ἀγράμματος illiterate masc/fem acc sg ἀγράμματος illiterate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραμματώτεροι — ἀγράμματος illiterate masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραμμάτοις — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραμμάτου — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραμμάτους — ἀγράμματος illiterate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραμμάτων — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραμμάτῳ — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)