-
1 αγοστοί
-
2 ἀγοστοί
См. также в других словарях:
ἀγοστοί — ἀγοστός flat of the hand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγοστοί
2 ἀγοστοί
ἀγοστοί — ἀγοστός flat of the hand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)