Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀγορᾱ-νόμος

См. также в других словарях:

  • Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • ζωονόμος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη ζωονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + νόμος (< νόμος) πρβλ. αγορα νόμος, παιδο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυνόμος — ἰχθυνόμος, ον (Α) (για το δελφίνι) αυτός που εποπτεύει τα ψάρια, ο άρχοντας τών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγορα νόμος, κρεα νόμος] …   Dictionary of Greek

  • ληινόμος — ληϊνόμος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στους αγρούς, αγρότης, ξωμάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «αγρός σπαρμένος με σιτάρι» + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγορα νόμος, παιδο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • κρεανόμος — κρεανόμος, ὁ (Α) 1. αυτός που διανέμει το κρέας 2. ως επίθ. αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + νόμος (< νέμω), πρβλ. αγορα νόμος, παιδο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • αγορανόμος — Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»