-
21 πρυμνον
τό край, основаниеπ. θέναρος Hom. — основание ладони или кисти;
πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι Pind. — на краю площади -
22 πυλαγορας
- ου ὅ пилагор ( делегат на собрание Амфиктионийского союза в городе Πύλαι, 1 от каждого государства, входившего в этот союз) Dem., Aeschin. -
23 σοβεω
1) гнать, погонять(αἰπόλιον τῇ ῥάβδῳ Luc.)
2) распугивать, разгонять, отгонять(τὰς ὄρνεις Men.)
3) стирать, сметать, счищать(τέν κόνιν Xen.)
4) встряхивать, трясти(τὸν κάλαμον Arst.)
5) быстро двигать, кружить(πόδα ἐν κύκλῳ Arph.)
6) возбуждатьσεσοβημένος πρὸς δόξαν Plut. — горящий жаждой славы;
περὴ ὀργέν σεσοβημένος Sext. — распаленный гневом7) гордо проноситься, важно проходить(διὰ τῆς ἀγορᾶς Dem.; ἐν ὄχλῳ δορυφόρων Plut.)
8) мчаться, спешить(ἐς Ἄργος Luc.)
-
24 συναρπαζω
(fut. συναρπάσω и συναρπάσομαι)1) схватывать, хватать, ловить, похищатьσ. τινὰ ἐκ τῆς ἀγορᾶς βιαίως Luc. — силой уводить кого-л. с площади;πάντα συναρπάσαι θύελλ΄ ὅπως Soph. — унести все словно буря;ξυναρπάσασθαι μέσον (sc. τινά) Arph. — схватить кого-л. поперек тела;συναρπασθέντος τοῦ πλοίου NT. — так как корабль уносился (течением);τὸ λεχθὲν συναρπάζεται Luc. — сказанные слова пропадают, т.е. не производят впечатления2) улавливать, воспринимать(φώνημα φρενί Soph.)
3) преждевременно произносить суждение, предвосхищать, упреждатьτὰ φαινόμενα σ. Sext. — принимать на веру данные явлений;
σ. τὸ ζητούμενον Sext., Luc. — предвосхищать искомое, т.е. допускать petitio principii (предполагать доказанным то, что подлежит доказательству)4) терзать, мучить -
25 υμναγορας
-
26 υπεξιστημι
тж. med.2) отказываться, отрекаться(τῆς ἀρχῆς Her. или ἄρχειν Luc.)
ὑπεκστὰς τὰ πράγματα Plut. — оставив государственные дела;ὑπεξέστη τῆς ἀγορᾶς Plut. — (Г. Гракх) бросил посещать форум3) избегать(τι Plat.)
ταῖς ἀπορίαις ὑπεκστῆναι Plut. — обойти трудности4) уступать дорогу(τινί Xen.)
ὑπεκστῆναι τῷ καιρῷ Plut. — подчиниться обстоятельствам -
27 υψαγορας
-
28 ωνεομαι
(impf. (ἐ)ωνούμην, fut. ὠνήσομαι, aor. (ἐ)ωνησάμην - атт. ἐπριάμην, pf. ἐώνημαι)1) приобретать (за деньги), покупать(κλῆρόν τινος Hes.; τιμῆς ἀργυρίου τι NT.)
ὠ. καὴ πωλεῖν πρὸς ἀλλήλους Plat. — торговать друг с другом;ὠ. τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῆς ἀγορᾶς Xen. — покупать продовольствие на рынке;ὠ. τι ἐκ Κορίνθου Xen. — покупать что-л. в Коринфе;ὠ. χρημάτων μεγάλων Her. — покупать за большие деньги;ὅ ὠνούμενος Xen., Dem., Plut. — покупатель;ὅ ἐωνημένος Arph. и ὅ ὠνησάμενος Plut. — совершивший покупку, владелец (по праву купли);ὠ. τέν ἑαυτοῦ ψυχήν Lys. — давать выкуп за свою жизнь;ὠ. τὸν χρόνον Plut. — (благодаря денежным подаркам) выиграть время2) желать купить, приторговывать, прицениватьсяὠ. τῶν φορτίων Her. — прицениваться к товарам;
τέν χλανίδα προσελθὼν ὠνέετο Her. — подойдя, он стал прицениваться к плащу;οὐκ ἐβούλοντο ὠνευμένοισι πωλέειν τὰς νήσους Her. — (хиосцы) не хотели продать острова (фокейцам), предлагавшим купить (их)3) брать на откуп, арендовать(τὰ τέλη Xen.; τὰ μέταλλα Dem.)
οἱ ἐωνημένοι τοὺς καρπούς Lys. — арендаторы урожая4) подкупать(ὠ. καὴ διαφθείρειν τινά Dem.)
5) отклонять от себя с помощью денег, откупатьсяὠ. μέ ἀδικεῖσθαί τινα Dem. — платить деньги за то, чтобы оградить кого-л. от обид;
τὰ ἐγκλήματα ὠ. Dem. — откупаться деньгами от обвинений6) pass. быть покупаемым, покупатьсяἐωνημένος ἄνθρωπος Dem. — купленный раб -
29 αγορά
η1) покупка, закупка;αγορά κρέατος — покупка мяса;
2) рынок, базар;τιμή αγορας — рыночная цена;
βγάζω στην αγορά — продавить, выносить на рынок;
αγορά κατανάλωσης — рынок сбыта;
λαϊκή αγορά — распродажа товаров по низким ценам (в установленные дни и в определённых кварталах города);
ελευθέρα αγορά — чёрная биржа;
μαύρη αγορά — чёрный рынок;
3) биржевая конъюнктура;η αγορά είναι χαμηλή — акции падают (на бирже);
η
αγορά είναι χαλαρά — на бирже неустойчивость;4) центр (города, селения); торговый центр -
30 στενότητα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀγορᾶς — Ἀγορή fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορᾶς — ἀγορά assembly fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγορᾶ̱ς , ἀγοράζω frequent the fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορᾷς — ἀγοράζω frequent the fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγοράς — Ἀγορά̱ς , Ἀγορή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράς — ἀγορά̱ς , ἀγορά assembly fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Αρχαίας Αγοράς Αθηνών — Στεγάζεται στην αναστηλωμένη το 1956 από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή στοά που είχε οικοδομήσει στον ίδιο χώρο ο βασιλιάς της Περγάμου Άτταλος το 2ο αι. π.Χ. Η συλλογή του μουσείου, από τις πιο αξιόλογες της Αθήνας, περιλαμβάνει ενδεικτικά… … Dictionary of Greek
κἀγορᾶς — Ἀγορᾶς , Ἀγορή fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγορᾶς , ἀγορά assembly fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγορᾶ̱ς , ἀγοράζω frequent the fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek