Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀγοραῖος

  • 1 рыночный

    της αγοράς, αγοραίος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рыночный

  • 2 базарный

    базар||ный
    прил τής ἀγορᾶς, ἀγοραίος, τοῦ παζαριοῦ, παζαρήσιος:
    \базарныйная площадь ἡ πλατεία τής ἀγορᾶς; \базарныйный день (ἡ)μέρα παζαριοῦ; ◊ \базарныйная брань τό χυδαίο ὑβρεολόγιο.

    Русско-новогреческий словарь > базарный

  • 3 вульгарный

    вульгарн||ый
    прил
    1. (пошлый) πρόστυχος, φτηνός·
    2. (грубый) χυδαίος, χοντρός, ἀγροίκος·
    3. (упрощенный) ἀγοραίος, ἀπλοποιημένος· ◊ \вульгарныйая латынь ἡ χυδαία λατινική.

    Русско-новогреческий словарь > вульгарный

  • 4 тривиальный

    тривиальн||ый
    прил (о выражении) κοινός, κοινο-τοπικός, τετριμμένος/ χυδαίος, ἀγοραίος (пошлый):
    \тривиальныйая мысль ἡ κοινοτοπία.

    Русско-новогреческий словарь > тривиальный

  • 5 базарный

    επ.
    αγοραίος, της αγοράς, παζαρίσιος, του παζαριού•

    базарный день μέρα λαϊκής αγοράς, παζαριού•

    -ая женщина αγοραία γυναίκα (φωνακλού)•

    -ая ругань (брань) αγοραία βρισιά.

    Большой русско-греческий словарь > базарный

  • 6 банальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    αγοραίος, χυδαίος, κοινός• τετριμένος, ξεφτισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > банальный

  • 7 посадский

    επ. παλ.
    1. αγοραίος•

    -ие люди αγοραίοι άνθρωποι-.

    2. κάτοικος προαστείου.

    Большой русско-греческий словарь > посадский

  • 8 уличный

    επ.
    1. της οδού•

    -ое движение η κυκλοφορία (κίνηση) στην οδό•

    -ые бой οδομαχίες.

    || στραμμένος προς την οδό•
    уличныйая дверь πόρτα προς το δρόμο.
    2. ανάγωγος•

    -ые ребята παιδιά του δρόμου.

    3. απρεπής• χυδαίος• αγοραίος•

    -ые фразы αγοραίες φράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > уличный

  • 9 Base

    subs.
    Lowest part: P. and V. κρηπς, ἡ (Plat.), βάθρον, τό (Xen.), βσις, ἡ (Plat.), P. ἔδαφος, τό.
    Foundation: P. θεμέλιοι, οἱ, τὰ κάτωθεν, P. and V. πυθμήν, ὁ, V. ῥίζα, ἡ.
    Of a hill: P. κράσπεδα, τά (Xen.).
    Of a triangle: P. βάσις, ἡ.
    Base of operations: P. and V. φορμή, ἡ, P. ὁρμητήριον, τό.
    Fortify ( as a base against an enemy), v. intrans.: P. ἐπιτειχίζειν.
    Making Naupactus their base: P. ὁρμώμενοι ἐκ Ναυπάκτου (Thuc. 2, 69).
    A base against a place: P. ἐπιτειχισμός, ὁ (dat. or κατά, gen.).
    ——————
    v. trans.
    Secure, confirm: P. βεβαιοῦν.
    Statements based on no foundation of truth: P. ἐπʼ ἀληθείας οὐδεμιᾶς εἰρημένα (Dem. 230).
    ——————
    adj.
    Morally: P. and V. αἰσχρός, κακός, πάγκακος, πονηρός, φαῦλος, μοχθηρός, κακοῦργος, νάξιος, Ar. and P. γεννής.
    Mean (of birth, rank, etc.): P. and V. ταπεινός, φαῦλος, κακός, Ar. and P. γεννής, V. γέννητος, Ar. and V. δυσγενής; see Obscure.
    Degrading: P. and V. ταπεινός, νάξιος.
    Vulgar, Ar. and P. φορτικός, γοραῖος.
    Of money: P. and V. κίβδηλος, Ar. and P. παρσημος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Base

  • 10 Common

    adj.
    Shared by others: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.
    Public: P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος; see Public.
    Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθς, P. σύντροφος, Ar. and V. νομιζόμενος.
    Vulgar: Ar. and P. φορτικός, γοραῖος.
    Inferior: P. and V. φαῦλος.
    The common people, the commons, subs.: P. and V. οἱ πολλοί, πλῆθος, τό, δῆμος, ὁ.
    Of the common people, adj.: Ar. and P. δημοτικός.
    Ordinary, everyday: P. and V. τυχών, ἐπτυχών; see Ordinary.
    Make common causewith: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι (πρός, acc.).
    Making common causewith your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion. 577).
    'Twixt us and this man is nothing in common: V. ἡμῖν δὲ καὶ τῷδʼ οὐδέν ἐστιν ἐν μέσῳ (Eur., Heracl. 184; cf. Ion, 1285).
    What is there in common between? P. and V. τίς κοινωνία; (with two gens.).
    Have nothing in common with: P. οὐδὲν ἐπικοινωνεῖν (dat.).
    In common, jointly: P. and V. κοινῇ, εἰς κοινόν, ὁμοῦ, V. κοινῶς.
    For the common good: P. and V. εἰς τὸ κοινόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Common

  • 11 Lounge

    v. intrans.
    Recline: Ar. and P. κατακλνεσθαι.
    Lounge in the market place: Ar. γοράζειν.
    Bc luxurious: P. and V. τρυφᾶν.
    Idle: P. and V. ἀργεῖν, καθῆσθαι.
    Lounger in the market place: use adj., Ar. and P. γοραῖος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lounge

  • 12 Low

    v. intrans.
    P. and V. μυκᾶσθαι (Plat. but rare P., also Ar.), Ar. and V. βρυχᾶσθαι. V. ἐκβρυχᾶσθαι.
    ——————
    subs.
    Of cattle: V. μκημα, τό.
    ——————
    adj.
    As opposed to high: P. and V. βραχύς.
    Level: P. ὁμαλός, V. λευρός. P. and V. πεδις, ἡ (Plat. but rare P.).
    Small: P. and V. μικρός, σμικρός.
    Of degree, rank, etc.: P. and V. ταπεινός, δόκιμος, φαῦλος, φανής, νώνυμος. P. ἄδοξος, V. βραχύς, βαιός, σημος; see Mean.
    Of price: P. εὔωνος, εὐτελής.
    Of sound: P. and V. λείας.
    Speak low: see Whisper.
    Base, dishonourable: P. and V. αἰσχρός, κακός, πονηρός, φαῦλος, μοχθηρός, κακοῦργος, ἀνάξιος, Ar. and P. γεννής.
    Vulgar, common: Ar. and P. φορτικός, γοραῖος.
    Dejected ( of spirits): P. and V. θυμος (Xen.), V. δύσθυμος.
    Bring low, v.: P. and V. καθαιρεῖν, καταβάλλειν, συστέλλειν, κολούειν, P. ταπεινοῦν, Ar. and V. ἰσχναίνειν, V. κατισχναίνειν, κλνειν, καταρρέπειν.
    Be brought low: also P. and V. κάμπτεσθαι (Plat.).
    Have a low opinion of: see Despise.
    Lay low: see bring low.
    One word will lay you low: V. ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σʼ ἔπος (Eur., Med. 585).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Low

  • 13 Vulgar

    adj.
    Common, low: Ar. and P. φορτικός, γοραῖος.
    Uneducated: P. and V. μουσος, μαθής, Ar. and P. παίδευτος, P. ἀγράμματος.
    Boorish: Ar. and P. ἄγροικος.
    Wanting in taste: P. ἀπειρόκαλος.
    Mean, base: P. and V. φαῦλος.
    Mechanical: P. and V. βναυσος (Plat., Theaet. 176C; Soph. Aj. 1121).
    The vulgar, the common people, subs.: P. and V. οἱ πολλοί, πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vulgar

См. также в других словарях:

  • ἀγοραῖος — in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • αγοραίος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με την αγορά: Αυτή είναι η αγοραία του τιμή. 2. χυδαίος, τιποτένιος: Μεταχειρίζεται εκφράσεις αγοραίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγοραίος Κολωνός — Ονομασία του λόφου της αρχαίας Αγοράς που βρισκόταν κοντά στο Ευρυσάκειο και τον ναό του Ηφαίστου (το σημερινό Θησείο). Ο λόφος αυτός (υψόμ. 68,6 μ.), εξαιτίας της κεντρικής του θέσης (αποτελεί προεξοχή του λόφου της Πνύκας), ήταν τόπος όπου… …   Dictionary of Greek

  • ἀγοραιότερον — ἀγοραῖος in adverbial comp ἀγοραῖος in masc acc comp sg ἀγοραῖος in neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραιοτέρων — ἀγοραῖος in fem gen comp pl ἀγοραῖος in masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖον — ἀγοραῖος in masc/fem acc sg ἀγοραῖος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραίως — ἀγοραῖος in adverbial ἀγοραῖος in masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖα — ἀγοραῖος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖε — ἀγοραῖος in masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖοι — ἀγοραῖος in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»