-
1 ἀγοραστικός
ἀγοραστικός, den Handel betreffend, Plat. τὸ δωρητικὸν καὶ τὸ ἀγ. μέρος τῆς ἀλλακτικῆς τέχνης, u. nachher ἀγοραστική sc. τέχνη, die Handelswissenschaft überhaupt, Cratyl. 407 e. Hermes sei τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις καὶ τὸ ἀγοραστικόν (sc. εἶναι); τὸ ἀγ. ist eine Abgabe, Curt. inscr. att. 1; ἀγοραστικῶς ἔχων Hes. u. Suid. Erkl. zu ὠνητιῶν.
-
2 ἀγοραστικός
ἀγοραστικός, den Handel betreffend, kaufmännisch
См. также в других словарях:
αγοραστικός — ή, ό (Α ἀγοραστικός, ὴ, ὸν) [αγοράζω] ο σχετικός με την αγορά και πώληση, ο εμπορικός νεοελλ. φρ. «αγοραστική αξία», η ανταλλακτική αξία αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγοραστική (ενν. τέχνη) το εμπόριο … Dictionary of Greek
αγοραστικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αγορά και το πούλημα: Το χρήμα δεν έχει πάντα την ίδια αγοραστική δύναμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγοραστικόν — ἀγοραστικός of masc acc sg ἀγοραστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστικῆς — ἀγοραστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστικήν — ἀγοραστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστικῶς — ἀγοραστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοραστής — ο (Α ἀγοραστής) αυτός που αγοράζει κάτι, καταναλωτής, πελάτης αρχ. δούλος επιφορτισμένος να κάνει τις αναγκαίες προμήθειες για το σπίτι τού κυρίου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγοράζω. ΠΑΡ. ἀγοραστικός] … Dictionary of Greek
αναλωτικός — ή, ό (Α ἀναλωτικός, ή, όν) [ἀναλωτής] αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος νεοελλ. αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός … Dictionary of Greek