-
1 αγορανόμος
-
2 ἀγορανόμος
-
3 ἀγορανόμος
ἀγορᾱ-νόμος, ὁ,A clerk of the market, who regulated buying and selling, Hp.Epid.4.24, Ar.Ach. 723, al., Lys.22.16, Arist.Pol. 1299b17, IG2.192c12, etc.2 public notary, PGrenf.2.23aii 2 (ii B. C.), POxy.99.2 (i A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγορανόμος
-
4 αγορανόμοι
ἀγορανόμοςclerk of the market: masc nom /voc pl——————ἀγορανόμοι, ἀγορανόμοςclerk of the market: masc nom /voc pl -
5 αγορανόμοις
-
6 ἀγορανόμοις
-
7 αγορανόμον
-
8 ἀγορανόμον
-
9 αγορανόμου
-
10 ἀγορανόμου
-
11 αγορανόμους
-
12 ἀγορανόμους
-
13 αγορανόμω
-
14 ἀγορανόμῳ
-
15 αγορανόμων
-
16 ἀγορανόμων
-
17 προαγορανομέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγορανομέω
-
18 ἀγορανομέω
A to be ἀγορανόμος, Alex.247, IG12(3).170 ([place name] Astypalaea);τῆς πόλεως FOxy.910.2
(ii A.D.); at Rome, to be aedile, D.H. 10.48, Plu.Caes.5, App.BC2.1, etc.: [tense] pf.- ηκα D.C.52.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγορανομέω
-
19 ἀγορανομία
ἀγορᾱ-νομία, ἡ,A office of ἀγορανόμος, Arist.Pol. 1331b9, IG4.203 ([place name] Corinth), PGrenf.1.10.7 (ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγορανομία
-
20 ἀγορανομικός
A of or for the ἀγορανόμος or his office,ἀ. ἄττα Pl.R. 425d
; ;νόμος Milet.3.145
(200 B.C.); (Delph.); (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγορανομικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγορανόμος — clerk of the market masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορανόμος — Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην… … Dictionary of Greek
αγορανόμος — ο αυτός που υπηρετεί στην αγορανομία (συνήθ. αξιωματικός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορανόμοι — ἀγορανόμος clerk of the market masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορανόμοις — ἀγορανόμος clerk of the market masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορανόμον — ἀγορανόμος clerk of the market masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορανόμου — ἀγορανόμος clerk of the market masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορανόμους — ἀγορανόμος clerk of the market masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορανόμων — ἀγορανόμος clerk of the market masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορανόμῳ — ἀγορανόμος clerk of the market masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορανομώ — ἀγορανομῶ ( έω) (Α) [ἀγορανόμος] είμαι αγορανόμος* … Dictionary of Greek