-
1 αγορηνδε
-
2 εκφορεω
(= ἐκφέρω См. εκφερω)1) выносить, уносить(τινα ἐς τέν ἀγορήν Her.; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc.)
2) расхищать, грабить(πόλιν Diod.; τὰ χρήματα Plut.)
3) med.-pass. устремляться, нестись, мчаться4) юр. приказывать унести (в качестве залога), т.е. секвестровать Dem. -
3 ιλαδον
-
4 κικλησκω
1) тж. med. звать, созывать2) звать (на пир), приглашать(γέροντας ἀριστῆας Hom.)
3) призывать (с мольбой), молить(Ἀΐδην Hom.; τὸν χρυσομίτραν Soph.; θεούς Eur.)
ἑταίρου κικλήσκοντος Hom. — по зову друга4) обращаться с речью(ψυχέν Πατροκλῆος Hom.)
5) называть, именовать -
5 λυω
(ῠ, в fut. и aor. ῡ)1) отвязывать(ζυγόν, πρυμνήσια Her.)
2) отпрягать, распрягать(ἵππους ἐξ ὀχέων или ὑφ΄ ἅρμασιν Hom.)
3) развязывать, отстегивать, распускать(ζώνην, θώρηκα Hom.; στολάς Soph.)
λ. κλῇθρα Aesch. — разматывать замочный ремень, т.е. отпирать4) открывать, разверзать(στόμα Eur.)
λ. βλεφάρων ἕδραν Eur. — разомкнуть вежды (ср. 7)5) вскрывать, распечатывать(γράμματα Eur.; σφραγῖδας NT.)
6) освобождать, отпускать на волю(τινὰ δεσμῶν Aesch. и ἐκ τῶν δεσμῶν Plat.; εἱρκτῆς τινα Dem.; ἐκ τῆς φυλακῆς NT.)
7) отпускать, ослаблять(ἡνίαν Soph.)
λ. βλέφαρα Soph. — смыкать вежды (ср. 4);τί δ΄ ἐγώ, ἅπτουσ΄ ἂν ἢ λύουσα, προσθείμην πλέον ; Soph. — как же могла бы я помочь теми или иными действиями?8) распускать (по домам)(ἀγορήν Hom.)
9) физиол. расслаблять(τέν κοιλίαν Arst.)
10) разрушать, ломать(Τροίης κρήδεμνα Hom.; γέφυραν Xen.; ἥ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ τῆς βίας τῶν κυμάτων NT. - ср. 1)
λύεται δέ μου μέλη Eur. — члены мои слабеют11) расстраивать, рассеивать, разбивать(τάξιν Xen.)
12) разъединять, разрыватьλελύσθαι ἀπ΄ ἀλλήλων Xen. — не общаться друг с другом
13) нарушать, расторгать(σπονδάς Thuc.; ἐντολάς NT.)
14) избавлять(κακότητος Hom.; ἐκ πενθέων Pind.)
15) утолять, унимать16) пресекать, прерыватьλ. μένος τινί Hom. — пресечь чью-л. жизнь
17) кончать, оканчивать(βίον Eur. и τὸ τέλος βίου Soph.)
; прекращать, заканчивать(μάχην Arph.; νεῖκος Hom.; ἔριν Eur.)
18) разрешать от грехов(ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὴ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς NT.)
19) отменять, объявлять недействительным(νόμους Her.; ψῆφον Dem.; διαθήκας Isae.)
20) (раз)решать(ἀπορίαν Plat.; αἴνιγμα Luc.)
21) выполнять, осуществлять(τοῦ θεοῦ μαντεῖα Soph.)
22) возмещать, искупать, заглаживать(τὰς ἁμαρτίας Arph.; φόνον φόνῳ Soph.)
23) выплачивать, платить(μισθούς Xen.)
λ. τέλη Soph. — платить дань, приносить доход, т.е. быть полезным24) приносить пользу, иметь значение(λύει δ΄ ἄλγος Eur.)
ἐμοί τε λύει Eur. — для меня же важно;λελύσθαι μοι δοκεῖ Xen. — мне кажется, что (это) оказалось полезным25) рит. разбивать, опровергать(τὸν παραλογισμόν Arst.)
26) ( о драматургах) приводить к развязке27) смещать, увольнять(τινὰ ἀρχῆς Diod.)
28) стих. разрешать долгий слог (в два кратких) -
6 νοσφιζω
(fut. νοσφίσω - атт. νοσφιῶ)1) удалять, уносить, похищать(ἐκ δόμων τινά Eur.)
2) лишать(τινὰ βίου Soph.)
3) убирать прочь, т.е. убивать(ἄνδρα Aesch.)
4) med.-pass. уходить в сторону, удаляться(πατρός Hom.; νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν HH.)
5) med. оставлять, покидать(παῖδα Hom.)
6) med. отвергать, отбрасывать прочь(ψεῦδος Hom.)
7) med. захватывать, присваивать себе(χρήματα ὁπόσα ἂν βουλώμεθα Xen.; πολλὰ τῆς πόλεως Plut.; ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου NT.)
-
7 ξυγκομιζω
тж. med.1) собирать(τὸν ἐκκεχυμένον οἶνον Her.)
τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. — после уборки плодов2) свозить, доставлять(τὸν σῖτον ἐς τέν ἀγορήν Her.)
3) накапливать, нагромождать(κάλλιστον κτῆμα Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.)
συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. — накапливать что-л. для себя самого4) доставать, получать, приобретать5) хоронить, погребать(τὸν νεκρόν Soph.; τὸν Στέφανον NT.)
-
8 ξυρρεω
(fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)1) стекаться, вместе вливаться(εἰς τὸ χάσμα Plat.)
2) перен. стекаться, сбегаться, наплывать(ἐς τέν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.)
3) скопляться4) плыть вместе(κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.)
-
9 ομηγυριζομαι
-
10 στιχαομαι
-
11 συγκομιζω
тж. med.1) собирать(τὸν ἐκκεχυμένον οἶνον Her.)
τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. — после уборки плодов2) свозить, доставлять(τὸν σῖτον ἐς τέν ἀγορήν Her.)
3) накапливать, нагромождать(κάλλιστον κτῆμα Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.)
συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. — накапливать что-л. для себя самого4) доставать, получать, приобретать5) хоронить, погребать(τὸν νεκρόν Soph.; τὸν Στέφανον NT.)
-
12 συρρεω
(fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)1) стекаться, вместе вливаться(εἰς τὸ χάσμα Plat.)
2) перен. стекаться, сбегаться, наплывать(ἐς τέν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.)
3) скопляться4) плыть вместе(κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.)
См. также в других словарях:
Ἀγορήν — Ἀγορή fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορήν — ἀγορά assembly fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
κλήδην — (Α) επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη (πρβλ. ἐ κλή θην, παθ. αόρ. τού καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē τής αρχικής δισύλλαβης ρίζας… … Dictionary of Greek
κορυφήνδε — (Α) επίρρ. προς την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφήν, αιτ. τού κορυφή, + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει εις τόπον κίνηση (πρβλ. αγορήν δε μάχην δε)] … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
ομηγυρίζομαι — ὁμηγυρίζομαι (Α) [ομήγυρις] συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
στιχάομαι — Α [στίχος] (επικ. τ.) προχωρώ κατά στίχους, βαδίζω στη σειρά μαζί με άλλους (α. «οὔθ ἅλιοι δελφῑνες ἐπὶ χθονός οὔτε τι ταῡροι ἐν πόντῳ στιχόωσι», Άρατ. β. «ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
συγκομίζω — ΝΜΑ 1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω,… … Dictionary of Greek