-
1 αγοήτευτος
-
2 ἀγοήτευτος
-
3 ἀγοήτευτος
ἀγοήτευτος, ον,II [voice] Act., without guile. Adv.- τως Cic.Att.12.3.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγοήτευτος
-
4 αγοήτευτος
η, ο [ος, ον ]1) не поддающийся чарам; 2) не очарованный, не заворожённый, не заколдованный -
5 ἀγοήτευτος
ἀ-γοήτευτος, nicht zu bezaubern, zu betrügen -
6 αγοητεύτως
ἀγοήτευτοςnot to be bewitched: adverbialἀγοήτευτοςnot to be bewitched: masc /fem acc pl (doric) -
7 ἀγοητεύτως
ἀγοήτευτοςnot to be bewitched: adverbialἀγοήτευτοςnot to be bewitched: masc /fem acc pl (doric) -
8 αγοήτευτον
ἀγοήτευτοςnot to be bewitched: masc /fem acc sgἀγοήτευτοςnot to be bewitched: neut nom /voc /acc sg -
9 ἀγοήτευτον
ἀγοήτευτοςnot to be bewitched: masc /fem acc sgἀγοήτευτοςnot to be bewitched: neut nom /voc /acc sg -
10 αγοητεύτοις
-
11 ἀγοητεύτοις
-
12 αγοητεύτου
-
13 ἀγοητεύτου
-
14 αγοητεύτους
-
15 ἀγοητεύτους
См. также в других словарях:
ἀγοήτευτος — not to be bewitched masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοήτευτος — η, ο (AM ἀγοήτευτος, ον) [γοητεύω] αυτός που δεν γοητεύτηκε ή δεν μπορεί να γοητευτεί από κάτι, άθελκτος, αδελέαστος αρχ. (το επίρρ.) ἀγοητεύτως άδολα, ειλικρινά … Dictionary of Greek
αγοήτευτος — η, ο αυτός που δε γοητεύτηκε: Κανένας δεν έμενε αγοήτευτος από την ομορφιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγοητεύτως — ἀγοήτευτος not to be bewitched adverbial ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοήτευτον — ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem acc sg ἀγοήτευτος not to be bewitched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοητεύτοις — ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοητεύτου — ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοητεύτους — ἀγοήτευτος not to be bewitched masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάγευτος — η, ο (Μ ἀμάγευτος, ον) [μαγεύω] αυτός που δεν μαγεύθηκε ή δεν μπορεί να μαγευθεί, αυτός που δεν τόν πιάνουν μάγια νεοελλ. αυτός που δεν έχει γοητευθεί ή δεν μπορεί να γοητευθεί, ο αγοήτευτος … Dictionary of Greek