Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀγνωσία

См. также в других словарях:

  • ἀγνωσία — ἀγνωσίᾱ , ἀγνωσία ignorance fem nom/voc/acc dual ἀγνωσίᾱ , ἀγνωσία ignorance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνωσία — αγνωσία, η και αγνωσιά, η έλλειψη γνώσης, αμάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγνωσίᾳ — ἀγνωσίαι , ἀγνωσία ignorance fem nom/voc pl ἀγνωσίᾱͅ , ἀγνωσία ignorance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… …   Dictionary of Greek

  • ἀγνωσίας — ἀγνωσίᾱς , ἀγνωσία ignorance fem acc pl ἀγνωσίᾱς , ἀγνωσία ignorance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίαι — ἀγνωσία ignorance fem nom/voc pl ἀγνωσίᾱͅ , ἀγνωσία ignorance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίαν — ἀγνωσίᾱν , ἀγνωσία ignorance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίαις — ἀγνωσία ignorance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίη — ἀγνωσία ignorance fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίην — ἀγνωσία ignorance fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνωσίης — ἀγνωσία ignorance fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»