-
1 αγνωμοσύνη
ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀγνωμοσύνη
Βλ. λ. αγνωμοσύνη -
3 ἀγνωμοσύνῃ
Βλ. λ. αγνωμοσύνη -
4 ἀγνωμοσύνη
ἀγνωμ-οσύνη, ἡ,2 want of sense, folly, Thgn.896, Democr.175; senseless pride, arrogance, Hdt.2.172, E.Ba. 885 (lyr.);πρὸς ἀ. τραπέσθαι Hdt.4.93
;ἀγνωμοσύνῃ χρᾶσθαι Id.5.83
;ὑπ' ἀγνωμοσύνης Id.9.3
.3 want of feeling, unkindness, D.18.252;θεῶν ἀ. S.Tr. 1266
(dub.); ἀ. τύχης, Lat. iniquitas fortunae, D.18.207.4 in pl., misunderstandings, X.An.2.5.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγνωμοσύνη
-
5 αγνωμοσύναι
ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem nom /voc plἀγνωμοσύνᾱͅ, ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem dat sg (doric aeolic) -
6 ἀγνωμοσύναι
ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem nom /voc plἀγνωμοσύνᾱͅ, ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem dat sg (doric aeolic) -
7 αγνωμοσύνας
ἀγνωμοσύνᾱς, ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem acc plἀγνωμοσύνᾱς, ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem gen sg (doric aeolic) -
8 ἀγνωμοσύνας
ἀγνωμοσύνᾱς, ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem acc plἀγνωμοσύνᾱς, ἀγνωμοσύνηwant of acquaintance with: fem gen sg (doric aeolic) -
9 αγνωμοσύνηι
-
10 ἀγνωμοσύνηι
-
11 αγνωμοσύναις
-
12 ἀγνωμοσύναις
-
13 αγνωμοσύναν
-
14 ἀγνωμοσύναν
-
15 αγνωμοσύνην
-
16 ἀγνωμοσύνην
-
17 αγνωμοσύνης
-
18 ἀγνωμοσύνης
-
19 βασκανία
βασκ-ᾰνία, ἡ,A malign influence, witchery, Pl.Phd. 95b;β. φαυλότητος ἀμαυροῖ τὸ καλόν LXX Wi.4.12
;βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον Arist.Pr. 926b20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασκανία
-
20 διαχράομαι
Aδιαχρησεῖται Theoc.15.54
.I Dep., c. dat. rei, use constantly or habitually, chiefly in Hdt.,τῇ αὐτῇ γλώσσῃ 1.58
;τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2.127
;οὐκ οἴνῳ διαχρέωνται 1.71
, cf. 2.77;ἐσθῆτι φοινηκηΐῃ 4.43
; τῇ ἀληθείῃ δ. speak the truth, 3.72;οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3.66
, cf. 6.58;ἀρετῇ 7.102
;ἀγνωμοσύνῃ 6.10
;ἀναιδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7.210
;νόμοις τοῖς προτέροισιν Ar.Ec. 609
; λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ. use hunger as a sauce, X.Cyr.1.5.12.b of passive states, meet with, suffer under, συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Hdt. 3.117, 1.167;αὐχμῷ δ. Id.2.13
.2 treat, handle,ἀνομώτατα Str. 6.1.8
: c. acc., destroy, kill, Hdt.1.24, 110, Antipho1.23, Th.3.36, etc.II [voice] Pass., to be lent out to different persons, v. διακίχρημι.2 to be killed, D.L.1.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχράομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγνωμοσύνη — want of acquaintance with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωμοσύνῃ — ἀγνωμοσύνη want of acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνωμοσύνη — η (Α ἀγνωμοσύνη) νεοελλ. η μη εκδήλωση ευγνωμοσύνης, ευχαριστίας κάποιου προς τον ευεργέτη του, αχαριστία αρχ. 1. έλλειψη γνώσης, ενημερότητας σχετικά με κάτι 2. έλλειψη φρονήσεως, απερισκεψία 3. ανόητη υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία 4. έλλειψη … Dictionary of Greek
αγνωμοσύνη — η αχαριστία: Έδειξε μεγάλη αγνωμοσύνη στον ευεργέτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγνωμοσύναι — ἀγνωμοσύνη want of acquaintance with fem nom/voc pl ἀγνωμοσύνᾱͅ , ἀγνωμοσύνη want of acquaintance with fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωμοσύνηι — ἀγνωμοσύνῃ , ἀγνωμοσύνη want of acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωμοσύναις — ἀγνωμοσύνη want of acquaintance with fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωμοσύνην — ἀγνωμοσύνη want of acquaintance with fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωμοσύνης — ἀγνωμοσύνη want of acquaintance with fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωμοσύνας — ἀγνωμοσύνᾱς , ἀγνωμοσύνη want of acquaintance with fem acc pl ἀγνωμοσύνᾱς , ἀγνωμοσύνη want of acquaintance with fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνωμονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αγνωμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγνώμων + παραγ. κατάληξη ικός] … Dictionary of Greek