-
1 αγμός
-
2 ἀγμός
-
3 ἀγμός
-
4 αγμος
-
5 ἀγμός
-
6 ἀγμός
-
7 περί-θραυσις
περί-θραυσις, ἡ, das rings umher Zerbrechen, E. M. v. ἀγμός.
-
8 ἄξος
ἄξος, ὁ, kretisch = ἀγμός, Wessel. Her. 4, 154.
-
9 διαρρωξ
-
10 κοιλωπος
-
11 αγμοίς
-
12 ἀγμοῖς
-
13 αγμοί
-
14 ἀγμοί
-
15 αγμούς
-
16 ἀγμούς
-
17 αγμών
-
18 ἀγμῶν
-
19 αγμόν
-
20 ἀγμόν
См. также в других словарях:
αγμός — ἀγμός, ο (Α) [ἄγνυμι] 1. θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. απόκρημνος βράχος … Dictionary of Greek
ἀγμός — fracture masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμοῖς — ἀγμός fracture masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμοί — ἀγμός fracture masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμούς — ἀγμός fracture masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμῶν — ἀγμός fracture masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγμόν — ἀγμός fracture masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
εύαξος — εὔαξος, ον (ΑΜ) ο εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άξος «κάταγμα» (κρητ. τ. τού αγμός) < άγνυμι] … Dictionary of Greek
νευραγμία — η ιατρ. διατομή ή ξερίζωμα νεύρου για πειραματικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + αγμία (< ἀγμός < ἄγνυμι «θραύω»)] … Dictionary of Greek