-
1 ἀγλαό-κωμος
ἀγλαό-κωμος φωνή, das Fest verherrlichende Stimme, Pind. Ol. 3, 6.
-
2 ἀγλαόκωμος
ἀγλαό-κωμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγλαόκωμος
-
3 ἀγλαόκωμος
ἀγλαό-κωμος, φωνή, das Fest verherrlichende Stimme, ein Gelage verherrlichend -
4 αγλαοκωμος
См. также в других словарях:
πολύκωμος — (I) ον Α 1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό κωμος]. (II) ον, Μ (για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες,… … Dictionary of Greek