Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγλαό-δωρος

См. также в других словарях:

  • ζωόδωρος — ζωόδωρος, ον (Μ) αυτός που δωρίζει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + δωρος (< δώρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίδωρος — καλλίδωρος, ον (Α) αυτός που αποτελεί ωραίο δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] …   Dictionary of Greek

  • σοφόδωρος — ον, Α (για τη θεία δύναμη) αυτός που δωρίζει σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + δωρος (< δῶρον), πρβλ. ἀγλαό δωρος, φιλό δωρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»