Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀγλαϊσμός

См. также в других словарях:

  • αγλαϊσμός — ἀγλαϊσμός, ο (Α) [ἀγλαΐζω] 1. καλλωπισμός, στολισμός, λαμπρότητα 2. «ἀγλαϊσμός ρημάτων», στολισμός λόγων, καλλιέπεια …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαισμοῦ — ἀγλαϊσμοῦ , ἀγλαϊσμός adorning masc gen sg ἀγλαισμός adorning masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαισμῶν — ἀγλαϊσμῶν , ἀγλαϊσμός adorning masc gen pl ἀγλαισμός adorning masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαισμῷ — ἀγλαϊσμῷ , ἀγλαϊσμός adorning masc dat sg ἀγλαισμός adorning masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαισμόν — ἀγλαϊσμόν , ἀγλαϊσμός adorning masc acc sg ἀγλαισμός adorning masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαΐζω — ἀγλαΐζω (AM) λαμπρύνω, στολίζω, τιμώ, δοξάζω. αρχ. 1. δίνω κάτι ως τιμή ή ως κόσμημα 2. μεσ. στολίζομαι με κάτι και νιώθω ευχαρίστηση γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀγλάισμα, ἀγλαϊσμός, ἀγλαϊστός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»