-
1 αγκυλητον
-
2 ἀγκυλητός
II Subst., ἀγκυλητόν, τό, javelin, Id.Fr.16, IG2.733B17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκυλητός
См. также в других словарях:
αγκυλητός — ἀγκυλητός, ή, όν (Α) [ἀγκυλοῡμαι] 1. φρ. «ἀγκυλητοὶ κόσσαβοι», το παιχνίδι κότταβος* ή κόσσαβος, επειδή αυτοί που τό έπαιζαν έκαμπταν τον βραχίονα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγκυλητόν το ακόντιο … Dictionary of Greek