Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγκύλας

См. также в других словарях:

  • Αγκύλας — Ήρωας των ακριτικών επών. Μονομαχεί με τον Διγενή για ένα ωραίο φαρίν (άλογο) και τον νικά. Σε δεύτερη όμως μονομαχία μαζί του, ο Α. σκοτώνεται …   Dictionary of Greek

  • ἀγκύλας — ἀγκύλᾱς , ἀγκύλη bend of the arm fem acc pl ἀγκύλᾱς , ἀγκύλη bend of the arm fem gen sg (doric aeolic) ἀγκύλᾱς , ἀγκύλος crooked fem acc pl ἀγκύλᾱς , ἀγκύλος crooked fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»