Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀγκύλ-η

См. также в других словарях:

  • ζωωτός — ζῳωτός, όν, θηλ. και ή (Α) αυτός που είναι ζωγραφισμένος, κεντημένος ή διακοσμημένος με εικόνες ζώων («ζῳωτὸς χιτών», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • καμηλωτή — η 1. το δέρμα τής καμήλας 2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. ωτή, θηλ. τού ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, καγκελ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • κανονωτός — κανονωτός, ή, όν (AM) μσν. ο κατασκευασμένος έτσι ώστε να είναι ευθύς ή ομαλός αρχ. ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • καρπωτός — καρπωτός, όν (Α) αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό τού χεριού («χιτὼν καρπωτός» χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό τού χεριού, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, δικτυ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • καστρωτός — καστρωτός, ή, όν (Μ) αυτός που έχει σχήμα κάστρου, πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, ραβδ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • κεγχρωτός — κεγχρωτός, ή, όν (Α) εκείνος τού οποίου η επιφάνεια παρουσιάζει πολλά μικρά εξογκώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, κλιμακ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλωτός — (Cephalotus). Γένος δικoτυλήδονων εντομοφάγων φυτών. Περιλαμβάνει πολυετή, αειθαλή, ποώδη φυτά, με όρθιο και άφυλλο βλαστό. Τα φύλλα του είναι πράσινα και σχηματίζουν μικρούς ασκούς που περιέχουν πρωτεϊνολυτικό υγρό, το οποίο εξαιτίας του ζωηρού… …   Dictionary of Greek

  • κουφαλωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει κουφάλα, κουφαλιασμένος 2. αυτός που έχει σχήμα κουφάλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφάλα + ωτός (πρβλ. αγκαθ ωτός, αγκυλ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»