-
1 ἀγκύλη
A like ἀγκάλη, bend of the arm or wrist, ἀπ ἀγκύλης ἱέναι, a phrase descriptive of the way in which the cottabus was thrown, B.Fr.13.2, cf. Hsch.;ἀπ ἀγκύλης ζησι λάταγας Cratin.273
; wrongly expl. as cup, Ath.11.782d.2 bend of the knee, ham, Philostr.Im.2.6, Sch.Il.23.726.3 joint bent and stiffened by disease, Hp.Liqu.6, cf.Poll.4.196.II loop, noose,πλεκτὰς ἀγκύλας E.IT 1408
; in the leash of a hound, X.Cyn.6.1; in bandages, Gal.18(1).790; in torsion-engines, Hero Bel.83.1.2 thong of a javelin, by which it was hurled, Str.4.4.3; hence, the javelin itself, E.Or. 1476, cf. Plu.Phil.6;δι' ἀγκυλῶν ἱππόται Them. Or.21.256d
.4 ἀγκύλη τῆς ἐμβάδος sandal-thong, Alex.31. -
2 ἀγκυλητός
II Subst., ἀγκυλητόν, τό, javelin, Id.Fr.16, IG2.733B17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκυλητός
-
3 ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλ-ιδωτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκυλιδωτός
-
4 ἀγκυλίζομαι
ἀγκυλ-ίζομαι, in wrestling,A clasp the adversary's neck, dub. l. in Poll.1.176.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκυλίζομαι
-
5 ἀγκύλιον
2 = ἀγκύλωσις, Antyll. ap. Orib.45.15.1.II τὰ ἀγκύλια, = Lat. ancilia, Plu. Num.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκύλιον
-
6 ἀγκυλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκυλίς
-
7 ἀγκυλόω
A crook, bend, τὴν χεῖρα, as in throwing the cottabus, Pl.Com.47:—[voice] Pass., ὄνυχας ἠγκυλωμένος with crooked claws, Ar.Av. 1180.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκυλόω
-
8 ἀγκύλωμα
ἀγκύλ-ωμα, τό,A loop, Gal.18(1).798.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκύλωμα
-
9 ἀγκύλωσις
ἀγκύλ-ωσις, ἡ, as medic. term,A tongue-tie, Antyll. ap. Orib.46.16.4; stiffening of joints, Paul. Aeg.4.55; adhesion of the eyelids, Gal.14.772.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκύλωσις
-
10 ἀγκυλωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκυλωτός
См. также в других словарях:
ζωωτός — ζῳωτός, όν, θηλ. και ή (Α) αυτός που είναι ζωγραφισμένος, κεντημένος ή διακοσμημένος με εικόνες ζώων («ζῳωτὸς χιτών», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
καμηλωτή — η 1. το δέρμα τής καμήλας 2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. ωτή, θηλ. τού ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, καγκελ ωτός)] … Dictionary of Greek
κανονωτός — κανονωτός, ή, όν (AM) μσν. ο κατασκευασμένος έτσι ώστε να είναι ευθύς ή ομαλός αρχ. ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
καρπωτός — καρπωτός, όν (Α) αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό τού χεριού («χιτὼν καρπωτός» χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό τού χεριού, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, δικτυ ωτός)] … Dictionary of Greek
καστρωτός — καστρωτός, ή, όν (Μ) αυτός που έχει σχήμα κάστρου, πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, ραβδ ωτός)] … Dictionary of Greek
κεγχρωτός — κεγχρωτός, ή, όν (Α) εκείνος τού οποίου η επιφάνεια παρουσιάζει πολλά μικρά εξογκώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, κλιμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
κεφαλωτός — (Cephalotus). Γένος δικoτυλήδονων εντομοφάγων φυτών. Περιλαμβάνει πολυετή, αειθαλή, ποώδη φυτά, με όρθιο και άφυλλο βλαστό. Τα φύλλα του είναι πράσινα και σχηματίζουν μικρούς ασκούς που περιέχουν πρωτεϊνολυτικό υγρό, το οποίο εξαιτίας του ζωηρού… … Dictionary of Greek
κουφαλωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει κουφάλα, κουφαλιασμένος 2. αυτός που έχει σχήμα κουφάλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφάλα + ωτός (πρβλ. αγκαθ ωτός, αγκυλ ωτός)] … Dictionary of Greek