-
1 αγκυριζω
См. также в других словарях:
αγκυρίζω — (Α ἀγκυρίζω) [ἄγκυρα] νεοελλ. προσδένω άγκιστρο στο άκρο αλυσίδας, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. ρίχνω κάποιον κάτω, καταβάλλω, βάζω τρικλοποδιά … Dictionary of Greek
ἀγκυρίσαι — ἀγκυρίζω hook aor inf act ἀγκυρίσαῑ , ἀγκυρίζω hook aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυρίζειν — ἀγκυρίζω hook pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
αγκύρισμα — ἀγκύρισμα, το (Μ) [ἀγκυρίζω] χτύπημα κατά την πάλη … Dictionary of Greek
ενάπτω — (AM ἐνάπτω) δένω, προσδένω, στερεώνω σε κάτι («εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον μακρὸν καὶ μέγαν», Ξεν.) νεοελλ. ναυτ. αγκιστρώνω έναν τρόχιλο με γάντζο σε σχοινί ή κρίκο, κν. αγκυρίζω, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι, καλύπτομαι με… … Dictionary of Greek
ἀγκυρίσας — ἀγκυρίσᾱς , ἀγκυρίζω hook aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)