Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀγκυρουχία

См. также в других словарях:

  • αγκυρουχία — ἀγκυρουχία, η (Α) συγκράτηση, ασφάλιση τού πλοίου με άγκυρα, αγκυροβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + ἔχω] …   Dictionary of Greek

  • ἀγκυρουχίαις — ἀγκυρουχία a holding by the anchor fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»