-
1 αγκυλωμάτων
-
2 ἀγκυλωμάτων
См. также в других словарях:
ἀγκυλωμάτων — ἀγκύλωμα loop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγκυλωμάτων
2 ἀγκυλωμάτων
ἀγκυλωμάτων — ἀγκύλωμα loop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)