-
1 ἀγκυλιστής
ἀγκυλιστής, ὁ, Speerwerfer, Eust.
-
2 ἀγκυλιστής
См. также в других словарях:
αγκυλιστής — ἀγκυλιστής, ο (Α) [ἀγκυλίζω] ακοντιστής … Dictionary of Greek
1 ἀγκυλιστής
ἀγκυλιστής, ὁ, Speerwerfer, Eust.
2 ἀγκυλιστής
αγκυλιστής — ἀγκυλιστής, ο (Α) [ἀγκυλίζω] ακοντιστής … Dictionary of Greek