-
1 αγκτηριάζεσθαι
-
2 ἀγκτηριάζεσθαι
См. также в других словарях:
ἀγκτηριάζεσθαι — ἀγκτηριάζω instrument for closing wounds pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγκτηριάζεσθαι
2 ἀγκτηριάζεσθαι
ἀγκτηριάζεσθαι — ἀγκτηριάζω instrument for closing wounds pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)