-
1 ἀγκιστρο-ειδής
ἀγκιστρο-ειδής, ές, angelartig gekrümmt, Plut. plac. phil. 1, 3 (p. 356).
-
2 ἀγκιστροειδής
ἀγκιστρο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκιστροειδής
-
3 ἀγκιστροειδής
-
4 αγκιστροειδης
См. также в других словарях:
καλαμοειδής — ές (Α καλαμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με καλάμι, αυτός που έχει σχήμα καλαμιού. επίρρ... καλαμοειδῶς (Α) όμοια με καλάμι, με σχήμα καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + ειδής (πρβλ. αγκιστρο ειδής, σταυρο ειδής)] … Dictionary of Greek