-
1 αγκαλίδεσσιν
-
2 ἀγκαλίδεσσιν
-
3 ἀγκαλίς
ἀγκᾰλ-ίς, ἡ, in pl.,A = ἀγκάλαι, arms, [dialect] Ep. dat. pl.ἀγκαλίδεσσιν Il.18.555
, 22.503;ὑπ' ἀγκαλίσιν IG 9(1).882.13
([place name] Corcyra).II = δρέπανον, Maced. word, J.AJ5.1.2, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκαλίς
См. также в других словарях:
ἀγκαλίδεσσιν — ἀγκάλη bent arm fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)