Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγητά

См. также в других словарях:

  • Ἀγήτα — Ἀγήτᾱ , Ἀγήτας masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀγήτᾱ , Ἀγήτας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγητά — ἀγητός admirable neut nom/voc/acc pl ἀγητά̱ , ἀγητός admirable fem nom/voc/acc dual ἀγητά̱ , ἀγητός admirable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήτας — Ἀγήτᾱς , Ἀγήτας masc acc pl (doric aeolic) Ἀγήτᾱς , Ἀγήτας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγητάς — ἀγητά̱ς , ἀγητός admirable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήταν — Ἀγήτᾱν , Ἀγήτας masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγηθ' — Ἄγητε , Ἄγητος masc voc sg Ἄγητα , Ἀγήτας masc voc sg (doric aeolic) Ἄγητα , Ἀγήτας masc nom sg (epic doric aeolic) Ἄγηται , Ἀγήτας masc nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονητά — ὀνητά (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀνητά μεμπτά». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομαι «κατηγορώ», αναλογικά προς το ἀγητά, ενώ, κατ άλλους, ο τ. θα πρέπει να διορθωθεί σε ὀνοστά ή ὀνοτά] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»