-
1 αγησιχορος
-
2 ἁγησίχορος
ᾱγηςῐχορος (aspiravit Schr.)1 leading off the dancingἁγησιχόρων προοιμίων P. 1.4
-
3 ἀγησίχορος
ἀγησί-χορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγησίχορος
-
4 ἀγησίχορος,
-
5 αγησιχόρων
ἀ̱γησιχόρων, ἀγησίχοροςleading the chorus: masc /fem /neut gen pl——————ἁ̱γησιχόρων, ἁγησίχοροςmasc /fem /neut gen pl (doric) -
6 αγησίχορα
-
7 ἀγησίχορα
См. также в других словарях:
αγησίχορος — ἀγησίχορος, ον (Α) αυτός που οδηγεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγησι δωρ. τ. (αττ. ιων. ἥγησις) + χορός. Το όν. φέρει ψιλή από ψίλωση, την οποία ο Schwyzer (Reinisches Museum Fur Philologie, 78) εξηγεί από αρχικό τύπο ΗΑΓΝΗΙΧΟΡΟΣ, όπου έλαβε χώρα… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
ἀγησιχόρων — ἀ̱γησιχόρων , ἀγησίχορος leading the chorus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγησίχορα — ἀ̱γησίχορα , ἀγησίχορος leading the chorus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγησιχόρων — ἁ̱γησιχόρων , ἁγησίχορος masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)