Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγησίχορος

См. также в других словарях:

  • αγησίχορος — ἀγησίχορος, ον (Α) αυτός που οδηγεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγησι δωρ. τ. (αττ. ιων. ἥγησις) + χορός. Το όν. φέρει ψιλή από ψίλωση, την οποία ο Schwyzer (Reinisches Museum Fur Philologie, 78) εξηγεί από αρχικό τύπο ΗΑΓΝΗΙΧΟΡΟΣ, όπου έλαβε χώρα… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ἀγησιχόρων — ἀ̱γησιχόρων , ἀγησίχορος leading the chorus masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγησίχορα — ἀ̱γησίχορα , ἀγησίχορος leading the chorus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγησιχόρων — ἁ̱γησιχόρων , ἁγησίχορος masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»