-
1 αγησίχορα
-
2 ἀγησίχορα
См. также в других словарях:
ἀγησίχορα — ἀ̱γησίχορα , ἀγησίχορος leading the chorus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγησίχορα
2 ἀγησίχορα
ἀγησίχορα — ἀ̱γησίχορα , ἀγησίχορος leading the chorus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)