-
1 αγεωμέτρητος
-
2 ἀγεωμέτρητος
-
3 αγεωμετρητος
-
4 ἀγεωμέτρητος
ἀγεωμέτρητος, ον, of persons,A ignorant of geometry, Arist.APo. 77b13; ἀ. μηδεὶς εἰσίτω, Inscr. on Plato's door, Elias in Cat.118.18, cf. Phlp. in de An.117.29. Adv. .2 of problems, not geometrical, Arist.APo. 77b17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγεωμέτρητος
-
5 αγεωμέτρητος
ος, ον не знающий геометрии -
6 ἀγεωμέτρητος
-
7 αγεωμετρήτως
ἀγεωμέτρητοςignorant of geometry: adverbialἀγεωμέτρητοςignorant of geometry: masc /fem acc pl (doric) -
8 ἀγεωμετρήτως
ἀγεωμέτρητοςignorant of geometry: adverbialἀγεωμέτρητοςignorant of geometry: masc /fem acc pl (doric) -
9 αγεωμέτρητον
ἀγεωμέτρητοςignorant of geometry: masc /fem acc sgἀγεωμέτρητοςignorant of geometry: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀγεωμέτρητον
ἀγεωμέτρητοςignorant of geometry: masc /fem acc sgἀγεωμέτρητοςignorant of geometry: neut nom /voc /acc sg -
11 αγεωμετρήτοις
-
12 ἀγεωμετρήτοις
-
13 αγεωμετρήτου
-
14 ἀγεωμετρήτου
-
15 αγεωμετρήτους
-
16 ἀγεωμετρήτους
-
17 αγεωμετρήτων
-
18 ἀγεωμετρήτων
-
19 αγεωμέτρητα
-
20 ἀγεωμέτρητα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγεωμέτρητος — ignorant of geometry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγεωμέτρητος — η, ο (Α ἀγεωμέτρητος, ον) [γεωμετρῶ] αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικά αρχ. 1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος 2. απαίδευτος, αμαθής «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ.… … Dictionary of Greek
αγεωμέτρητος — η, ο αυτός που δεν ξέρει γεωμετρία, μαθηματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγεωμετρήτως — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry adverbial ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμέτρητον — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc sg ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτοις — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτου — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτους — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτων — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμέτρητα — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμέτρητοι — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)