-
1 αγερωχία
ἀγερωχίᾱ, ἀγερωχίαarrogance: fem nom /voc /acc dualἀγερωχίᾱ, ἀγερωχίαarrogance: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγερωχίᾱͅ, ἀγερωχίαarrogance: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀγερωχία
ἀγερωχία, ἡ, Stolz, Sp., ἐπικίνδυνοι ἀγ., gefährliche Kunststücke, Philostr.
-
3 αγερωχια
-
4 ἀγερωχία
ἀγερωχία, ἐπικίνδυνοι ἀγ., gefährliche Kunststücke -
5 ἀγερωχία
Βλ. λ. αγερωχία -
6 ἀγερωχίᾳ
Βλ. λ. αγερωχία -
7 αγερωχία
η1) высокомерность; надменность; гордый вид, гордая поза; 2) гордость, достоинство -
8 ἀγερωχία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-3=3 2 Mc 9,7; 3 Mc 2,3; Wis 2,9arrogance 2 Mc 9,7; insolent revelry Wis 2,9; neol.?Cf. LARCHER 1983 233-234; →LSJ RSuppl -
9 ἀγερωχία
ἀγερ-ωχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγερωχία
-
10 αγερωχίας
ἀγερωχίᾱς, ἀγερωχίαarrogance: fem acc plἀγερωχίᾱς, ἀγερωχίαarrogance: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀγερωχίας
ἀγερωχίᾱς, ἀγερωχίαarrogance: fem acc plἀγερωχίᾱς, ἀγερωχίαarrogance: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 αγερωχίαν
-
13 ἀγερωχίαν
-
14 αγερωχίαις
-
15 ἀγερωχίαις
См. также в других словарях:
ἀγερωχία — ἀγερωχίᾱ , ἀγερωχία arrogance fem nom/voc/acc dual ἀγερωχίᾱ , ἀγερωχία arrogance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχίᾳ — ἀγερωχίᾱͅ , ἀγερωχία arrogance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγερωχία — η (Α ἀγερωχία) [ἀγέρωχος] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία αρχ. 1. επιδεικτικότητα, επίδειξη 2. γλέντι, ξεφάντωμα … Dictionary of Greek
αγερωχία — η περηφάνια, ακαταδεξιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγερωχίας — ἀγερωχίᾱς , ἀγερωχία arrogance fem acc pl ἀγερωχίᾱς , ἀγερωχία arrogance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχίαν — ἀγερωχίᾱν , ἀγερωχία arrogance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχίαις — ἀγερωχία arrogance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱՄԵԾԱՐ — ( ) NBH 2 0238 Chronological Sequence: Early classical ա. Մեծապէս մեծարելի կամ մեծարեալ. պատուական. մեծապատիւ. պատուաւոր. մեծամեծ. մեծ. գերապանծ. *Մի՛ ոք ամենեւին անմասն լիցի ʼի մեծամեծար (կամ մեծամեծ, կամ մեծ) ուրախութենէս մերմէ. Իմ. ՟Բ. 9. յն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)