Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγερωχία

См. также в других словарях:

  • ἀγερωχία — ἀγερωχίᾱ , ἀγερωχία arrogance fem nom/voc/acc dual ἀγερωχίᾱ , ἀγερωχία arrogance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγερωχίᾳ — ἀγερωχίᾱͅ , ἀγερωχία arrogance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγερωχία — η (Α ἀγερωχία) [ἀγέρωχος] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία αρχ. 1. επιδεικτικότητα, επίδειξη 2. γλέντι, ξεφάντωμα …   Dictionary of Greek

  • αγερωχία — η περηφάνια, ακαταδεξιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγερωχίας — ἀγερωχίᾱς , ἀγερωχία arrogance fem acc pl ἀγερωχίᾱς , ἀγερωχία arrogance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγερωχίαν — ἀγερωχίᾱν , ἀγερωχία arrogance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγερωχίαις — ἀγερωχία arrogance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱՄԵԾԱՐ — ( ) NBH 2 0238 Chronological Sequence: Early classical ա. Մեծապէս մեծարելի կամ մեծարեալ. պատուական. մեծապատիւ. պատուաւոր. մեծամեծ. մեծ. գերապանծ. *Մի՛ ոք ամենեւին անմասն լիցի ʼի մեծամեծար (կամ մեծամեծ, կամ մեծ) ուրախութենէս մերմէ. Իմ. ՟Բ. 9. յն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»