-
1 ἀγελαιο-κομική
ἀγελαιο-κομική, sc. τέχνη, Viehzucht, Plat. Polit. 275 e ff., mit der var., welche auch Poll. 7, 209 hat, ἀγελαιονομική, u. Clem. Alex. ἀγελοκομική, welche Form auch Lob. Phryn. p. 642 vorzieht.
См. также в других словарях:
αγελοκομικός — ἀγελοκομικός ή, όν (Α) [ἀγελοκόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ἀγελοκόμο* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελοκομική η τέχνη τού να εκτρέφει, να φυλάει κανείς αγέλη … Dictionary of Greek