-
1 ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιο-τρόφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγελαιοτρόφος
См. также в других словарях:
τροφίας — ὁ, Α (για ζώα) αυτός που τρέφεται σε φάτνη ή σε στάβλο, σε αντιδιαστολή προς τον αγελαίο, θρεφτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. ίας*] … Dictionary of Greek