-
1 αγελαιοκομικη
-
2 αγελαιοκομική
-
3 ἀγελαιοκομική
-
4 ἀγελαιοκομική
ἀγελαιο-κομική, Viehzucht; Kunst, eine Herde zu pflegen -
5 ἀγελαιοκομικός
A pertaining to cattle-breeding; ἡ ἀγελαιοκομική (sc. τέχνη) the art of breeding and keeping cattle, Pl.Plt. 275esq., 299d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγελαιοκομικός
См. также в других словарях:
αγελαιοκομική — ἀγελαιοκομική, η (Α) βλ. αγελαιοκομικός … Dictionary of Greek
ἀγελαιοκομική — ἀγελαιοκομικός pertaining to cattle breeding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγελαιοκομικός — ἀγελαιοκομικός, ή, όν (Α) 1. ο σχετικός με την ἀγελαιοκομική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελαιοκομική η τέχνη τού να εκτρέφει και να συντηρεί κανείς αγέλη ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιοκόμος < ἀγελαῖος + κόμος < κομῶ] … Dictionary of Greek