Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀγγούρι

См. также в других словарях:

  • αγγούρι — το [Μ ἀγγούριον και ἀγγούρι(ν)] ο καρπός τής αγγουριάς* νεοελλ. μεγάλη δυσκολία ή εμπόδιο σε φράσεις όπως «τά βρήκε αγγούρια», «εδώ είναι τ αγγούρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγούριν < ἀγγούριον, υποκορ. τού ἄγουρος. ΠΑΡ. αγγουράκι, αγγουρίλα …   Dictionary of Greek

  • αγγούρι — το ιού 1. ο καρπός της αγγουριάς. 2. κάτι το δύσκολο: Αυτή η δουλειά είναι αγγούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγουράκι — το (υποκορ. τού αγγούρι) 1. μικρό αγγούρι 2. ο καρπός τής κάπαρης …   Dictionary of Greek

  • αγγουρομάνα — η αγγούρι που αφήνεται να αναπτυχθεί και να ωριμάσει για την παραγωγή σπόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + παραγ. κατάλ. μάνα. Το β΄ συνθετ. με μεγεθυντική σημασία] …   Dictionary of Greek

  • αγγουροντοματοσαλάτα — η σαλάτα από αγγούρι και ντομάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + ντομάτα + σαλάτα] …   Dictionary of Greek

  • αγγουροσαλάτα — η σαλάτα από αγγούρι, λάδι και ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + σαλάτα] …   Dictionary of Greek

  • αγγουρόνερο — τό ο χυμός τού αγγουριού που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό τού προσώπου. Έχει την ιδιότητα να τονώνει και να λευκαίνει το δέρμα και, ιδιαίτερα, να σφίγγει τους πόρους (βλ. και αγγούρι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + νερό] …   Dictionary of Greek

  • κυκύιζα — κυκύϊζα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῑα κολόκυντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός* «αγγούρι». Κατ άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»] …   Dictionary of Greek

  • σίκυος — και σικυός, ο, ΝΑ 1. η αγγουριά 2. ο καρπός τής αγγουριάς, το αγγούρι 3. φρ. «σίκυος ο πέπων» βλ. πέπων αρχ. φρ. α) «σίκυος σπερματίας» ώριμο αγγούρι β) «σίκυος ὁ ἄγριος» το φυτό ελατήριο, η πικραγγουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα, κατά …   Dictionary of Greek

  • σικυηδόν — Α επίρρ. (τροπ.) (ιδίως για κάταγμα) σαν το αγγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • огурец — род. п. рца, диал. огурок, укр. огурок, блр. гурок, др. русск. огурець, Домостр. К. 4, словен. ogûrǝk, польск. ogurek. Заимств. из ср. греч. ἄγουρος огурец , нов. греч. ἄγουρος (Карпатос), наряду с более распространенным ἀγγούρι(ον) – то же.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»