-
1 ἀγγελιᾱ-φόρος
ἀγγελιᾱ-φόρος, ὁ, Botschaft bringend, Bote, Plut. Lac. apophth. p. 208 u. a. Sp.
-
2 ἀγγελιαφόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγελιαφόρος
-
3 ἀγγελιᾱφόρος
ἀγγελιᾱ-φόρος, Botschaft bringend, Botschaftsbringer, (anmeldender) Kammerdiener -
4 αγγελιαφορος
ион. ἀγγελιηφόρος ὅ1) вестник Her., Arst., Luc.2) ( при дворе персидских царей) докладчик, секретарь ( докладывавший царю о просящих аудиенцию) Her. -
5 αγγελιαφόρος
-
6 ἀγγελιαφόρος
См. также в других словарях:
ἀγγελιαφόρος — ἀγγελιᾱφόρος , ἀγγελιαφόρος messenger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόρος — ο (ΑΜ θεσμοφόρος, ον) αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο νομοθέτης αρχ. 1. (το θηλ. ως επίθ. τής Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την καλλιέργεια τής γης, τον καταρτισμό τής κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ. 2. ως κύριο όν. ὁ Θεσμοφόρος … Dictionary of Greek
ζυγοφόρος — ζυγοφόρος, ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
ηρωφόρος — ἡρωφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ήρωες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, ωος + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
θαυματοφόρος — θαυματοφόρος, ον (Μ) αυτός που κάνει θαύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, ατος + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, πυρ φόρος] … Dictionary of Greek
θυαφόρος — θυαφόρος, ὁ (Α) επιγρ. λιβανοφόρος, αυτός που φέρει θύα*, λιβανωτό για τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύα + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, κανη φόρος] … Dictionary of Greek
ιστοφόρος — ἱστοφόρος, ον (Α) (για σκάφος) αυτός που φέρει ιστό, που φέρει κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
ιχθυοφόρος — ο (Α ἰχθυοφόρος, ον) 1. αυτός που μεταφέρει ψάρια («ιχθυοφόρο σκάφος») 2. αυτός που παράγει άφθονα ψάρια («ιχθυοφόρος λίμνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
καλοφόρος — καλοφόρος, ον (Α) (στους Κρήτες) υπηρέτης που υπηρετούσε στα συσσίτια και έφερνε τα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
καπνοφόρος — ο, θηλ. και α (για τόπους) αυτός που παράγει καπνό ή ο αποδοτικός σε καπνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, τροχο φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Δημήτρ. Γρηγ. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
καρποζιζανιοφόρος — καρποζιζανιοφόρος, ὁ (Μ) αυτός που παράγει ζιζάνια και όχι καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + ζιζάνιον + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek