-
1 ἀγγελικός
-
2 ἀγγελικός
ἀγγελικός, den Boten betreffend; nach Art der Engel -
3 εὐ-αγγελικός
εὐ-αγγελικός, ή, όν, zur fröhlichen Botschaft gehörig; K. S. das Evangelium betreffend, evangelisch, auch im adv.
-
4 ἀρχ-αγγελικός
ἀρχ-αγγελικός, den Erzengel betreffend, K. S.
-
5 ἀρχαγγελικός
-
6 εὐαγγελικός
εὐ-αγγελικός, ή, όν, zur fröhlichen Botschaft gehörig; das Evangelium betreffend, evangelisch
См. также в других словарях:
αγγελικός, -ή, -ό — και αγγελίσιος, ια, ιο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άγγελο. 2. ωραίος σαν άγγελος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγγελικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγελικός — ή (και ιά), ό (Α ἀγγελικός, ή, όν) [ἄγγελος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς νεοελλ. όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους… … Dictionary of Greek
ἀγγελικά — ἀγγελικός of neut nom/voc/acc pl ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός of fem nom/voc/acc dual ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελικῶν — ἀγγελικός of fem gen pl ἀγγελικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελικόν — ἀγγελικός of masc acc sg ἀγγελικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελικαῖς — ἀγγελικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελικαί — ἀγγελικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελικοῖς — ἀγγελικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελικοῖσι — ἀγγελικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελικοῖσιν — ἀγγελικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)