Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγγαρείᾳ

См. также в других словарях:

  • αγγαρεία — αγγαρεία, η και αγγαρειά, η 1. αναγκαστική εργασία χωρίς ή με πολύ μικρή αμοιβή: Για μια βδομάδα όλο το χωριό δούλευε αγγαρεία. 2. δυσάρεστη υποχρέωση: Το σχολειό τού έγινε αγγαρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγγαρεία — ἀγγαρείᾱ , ἀγγαρεία impressment for the public service fem nom/voc/acc dual ἀγγαρείᾱ , ἀγγαρεία impressment for the public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγαρείᾳ — ἀγγαρείᾱͅ , ἀγγαρεία impressment for the public service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγαρεία — Η αναγκαστική και χωρίς πληρωμή εργασία ή εξυπηρέτηση προς όφελος κάποιου, παρά τη θέληση εκείνου που την κάνει. Η εκτέλεση α. προϋποθέτει την άσκηση βίας ή τουλάχιστον την απειλή ότι θα χρησιμοποιηθεί βία σε περίπτωση μη υπακοής. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ἀγγαρείας — ἀγγαρείᾱς , ἀγγαρεία impressment for the public service fem acc pl ἀγγαρείᾱς , ἀγγαρεία impressment for the public service fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγαρείαν — ἀγγαρείᾱν , ἀγγαρεία impressment for the public service fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγαρειάζω — [αγγαρεία] επιβάλλω σε κάποιον αναγκαστική και χωρίς αμοιβή εργασία, αγγαρεύω …   Dictionary of Greek

  • ἀγγαρείαις — ἀγγαρεία impressment for the public service fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ангария — У этого термина существуют и другие значения, см. Ангария (значения). Ангария (лат. angaria, др. греч. ἀγγαρεία)  государственная ямская повинность в Римской империи, Византии, средневековой Европе, а также барщина и другие повинности в …   Википедия

  • Angary — (Lat. jus angariae ; Fr. droit d angarie ; Ger. Angarie ; from the Gr. polytonic|ἀγγαρεία, (angaria) , the office of an polytonic|ἄγγαρος, courier or messenger), the name given to the right of a belligerent (most commonly, a government or other… …   Wikipedia

  • Ангарии — Греческим словом αγγαρεία, означающим службу конных курьеров ангаров (см. это сл.), называлась в Римской империи возложенная на обывателей, в особенности провинциальных, повинность выставлять на государственные дороги лошадей и носильщиков для… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»