-
1 αγγαρεία
ἀγγαρείᾱ, ἀγγαρείαimpressment for the public service: fem nom /voc /acc dualἀγγαρείᾱ, ἀγγαρείαimpressment for the public service: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγγαρείᾱͅ, ἀγγαρείαimpressment for the public service: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αγγαρεία
αγγαρεία, αγγαρεία η1) (трудовая) повинность; принудительный труд; 2) ист. барщина; оброк; 3) обуза, бремя;βαρεία αγγαρεία — тяжёлая обуза;
4) воен, наряд (на работу);5) воен, отряд, выполняющий работу по наряду;§ βάνει τα σκυλιά σ· αγγαρεία — на него черти работают (о бездельнике)
-
3 ἀγγαρεία
ἀγγαρεία, ἡ, Dienst der ἄγγαροι, Sp.
-
4 ἀγγαρεία
ἀγγαρεία, Dienst der ἄγγαροι -
5 ἀγγαρεία
Βλ. λ. αγγαρεία -
6 ἀγγαρείᾳ
Βλ. λ. αγγαρεία -
7 αγγάρεια
επίρρ.1) не по доброй воле, насильно; принудительно; 2) без охоты, неохотно; без огонька -
8 αγγαρεία
[ангариа] ουσ θ тяжелая работа. -
9 ἀγγαρεία
ἀγγᾰρ-εία, ἡ,A impressment for the public service, OGI665.21 (pl.), cf. Arr.Epict.4.1.79; in pl. = cursus publicus, SIG880.53 (Pizus, iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγαρεία
-
10 αγγαρεία
corvée -
11 αγγαρεία
1) pańszczyzna (f) rzecz.2) robota (f) rzecz. -
12 αγγαρεία
1) dřina2) lopota3) otročina4) robota -
13 αγγαρεία
1) chore2) drudgery3) grindΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγγαρεία
-
14 αγγαρείας
ἀγγαρείᾱς, ἀγγαρείαimpressment for the public service: fem acc plἀγγαρείᾱς, ἀγγαρείαimpressment for the public service: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 ἀγγαρείας
ἀγγαρείᾱς, ἀγγαρείαimpressment for the public service: fem acc plἀγγαρείᾱς, ἀγγαρείαimpressment for the public service: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 αγγαρείαν
-
17 ἀγγαρείαν
-
18 αγγαρικά
επίρρ. см. αγγαρεία -
19 άρχοντας
ο1) дворянин; аристократ; барин; 2) богач; 3) правитель; властелин; глава; 4) ист. архонт; § άάρχοντα μου! мой господин! (обращение);άρχοντας με δίχως βίος πεινασμένος ποντικός — посл. ≈ — что за честь, коли нечего есть;
αρχόντου παρακάλεση, σα να λες αγγαρεία посл, просьба барина равносильна приказу -
20 αγγαρείαις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγγαρεία — αγγαρεία, η και αγγαρειά, η 1. αναγκαστική εργασία χωρίς ή με πολύ μικρή αμοιβή: Για μια βδομάδα όλο το χωριό δούλευε αγγαρεία. 2. δυσάρεστη υποχρέωση: Το σχολειό τού έγινε αγγαρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγγαρεία — ἀγγαρείᾱ , ἀγγαρεία impressment for the public service fem nom/voc/acc dual ἀγγαρείᾱ , ἀγγαρεία impressment for the public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγαρείᾳ — ἀγγαρείᾱͅ , ἀγγαρεία impressment for the public service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγαρεία — Η αναγκαστική και χωρίς πληρωμή εργασία ή εξυπηρέτηση προς όφελος κάποιου, παρά τη θέληση εκείνου που την κάνει. Η εκτέλεση α. προϋποθέτει την άσκηση βίας ή τουλάχιστον την απειλή ότι θα χρησιμοποιηθεί βία σε περίπτωση μη υπακοής. Κατά την… … Dictionary of Greek
ἀγγαρείας — ἀγγαρείᾱς , ἀγγαρεία impressment for the public service fem acc pl ἀγγαρείᾱς , ἀγγαρεία impressment for the public service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγαρείαν — ἀγγαρείᾱν , ἀγγαρεία impressment for the public service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγαρειάζω — [αγγαρεία] επιβάλλω σε κάποιον αναγκαστική και χωρίς αμοιβή εργασία, αγγαρεύω … Dictionary of Greek
ἀγγαρείαις — ἀγγαρεία impressment for the public service fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ангария — У этого термина существуют и другие значения, см. Ангария (значения). Ангария (лат. angaria, др. греч. ἀγγαρεία) государственная ямская повинность в Римской империи, Византии, средневековой Европе, а также барщина и другие повинности в … Википедия
Angary — (Lat. jus angariae ; Fr. droit d angarie ; Ger. Angarie ; from the Gr. polytonic|ἀγγαρεία, (angaria) , the office of an polytonic|ἄγγαρος, courier or messenger), the name given to the right of a belligerent (most commonly, a government or other… … Wikipedia
Ангарии — Греческим словом αγγαρεία, означающим службу конных курьеров ангаров (см. это сл.), называлась в Римской империи возложенная на обывателей, в особенности провинциальных, повинность выставлять на государственные дороги лошадей и носильщиков для… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона