-
1 αγαυρίαμα
-
2 ἀγαυρίαμα
-
3 ἀγαυρίᾱμα
ἀγαυρίᾱμα, τό, Stolz, B. A. 325.
-
4 ἀγαυρίᾱμα
-
5 ἀγαυρίαμα
-ατος τό N 3 0-0-2-1-1=4 Is 62,7; Jer 31(48),2; Jb 13,12; Bar 4,34pride, boastfulness; neol.→LSJ RSuppl -
6 ἀγαυρίαμα
ἀγαυρ-ίᾱμα, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαυρίαμα
См. также в других словарях:
αγαυρίαμα — ἀγαυρίαμα, το (Α) [ἀγαυριῶμαι] αυθάδεια, θρασύτητα, αλαζονεία … Dictionary of Greek
ἀγαυρίαμα — insolence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՊԵՐՃՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0647 Chronological Sequence: Early classical, 9c գ. γαυρίαμα, ἁγαυρίαμα gloriatio, jactantia, exultatio, elevatio animi. Պերճանք. պերճանալն. պարծանք. փառաւորութիւն. *Պերճութիւն վիշապաց շիջաւ: Դիպեսցին պերճութիւնքդ ձեր հանգոյն մոխրոյ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)