-
1 αγαστώς
-
2 ἀγαστῶς
См. также в других словарях:
ἀγαστῶς — ἀγαστός admirable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγαστώς
2 ἀγαστῶς
ἀγαστῶς — ἀγαστός admirable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)