-
1 αγανακτής
-
2 ἀγανακτῇς
См. также в других словарях:
ἀγανακτῇς — ἀγανακτέω feel a violent irritation pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek